- ερημόπολις
- (I)ἐρημόπολις, ὁ, ἡ (Α)αυτός που έχει στερηθεί την πόλη του, αυτός που έχασε την πατρίδα του («ἐρημόπολις μάτηρ», Ευρ.)(πρβλ. άπολις).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος*) + πόλις].————————(II)ἐρημόπολις, ἡ (Μ)έρημη, κατεστραμμένη πόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος*) + πόλις].
Dictionary of Greek. 2013.